Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

ΜΟΝΟ Η ΑΦΗ ΚΡΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ, ΒΙΑΙΗ, ΓΕΜΑΤΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ, ΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

 («Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο» Δ. Σολωμός)

Έτρεχε μέσα στους δρόμους να τη συναντήσει.

Θα την αναγνώριζε.

Με τον αριθμό καταχώρησης Ε3052 στο γυμνό μπράτσο,

τα μαλλιά, μαύρα από τους καπνούς, ν’ ανεμίζουν πολεμικές σημαίες,

ξεσκισμένες απ’ τον άνεμο που τους σάρωσε.

Εσθήρ, ένα νούμερο, ένα άγνωστο πρόσωπο, σώμα που δεν είδε ποτέ.

Όσο κι αν βυθίζει τα μάτια στη μνήμη

δυο στιλέτα που προχωρούν, χωρίς να σκοτώνουν.

Μόνο η αφή κρατά την παλιά, βίαιη, γεμάτη απόγνωση τρυφερότητα, γεύση του ονείρου.

Εσθήρ.

 

Το τραίνο σφυρίζει.

 

Άκου. Παρακαλώ, αν την γνωρίζετε.

Όχι… Όχι… Εσθήρ… Ε3052… Ναι… τίποτα άλλο…

Δεν ξέρω. Έφυγα πρώτος. Ίσως. Στο Γκέτο της Βαρσοβίας.

Σας είπα. Μέσα στο βαγόνι. Σε χώρο 3χ12. Χιλιάδες άτομα.

Πόσες μέρες κοιμόταν εκείνος ο νεκρός πάνω στο στρεβλωμένο πόδι μου;

Μου ζήτησαν νερό. Δεν την είχα προσέξει.

Όλο το σώμα μου ήτανε γεμάτο άνθρωποι.

Δεν είχα. Ούτε ήξερα από πού με ζητούσαν.

Στην κόγχη του αυτιού μου το σώμα της γύρευε νερό.

Δεν υπήρχε ούτε φως. Της είπα να φέρει το κεφάλι κοντά.

Και τότε έδωσα την τελευταία σταγόνα από το σάλιο μου.

Της είπα να γλείψει τα παγωμένα δάκρυα από τα μάτια μου.

Και ταξιδεύαμε μες την νύχτα.

Κι ενώ λέγαμε πως κάπου θα τελειώνει, αυτή γύριζε και πάλι γύριζε χωρίς ν’ αφήνει ελπίδα φωτός.

 

Ρώτησε αν θα πεθάνουμε. Ακόμη είχε ελπίδες.

Την ώρα που όλος ο κόσμος  ήτανε μια πληγή, σάπιο φρούτο,

έλπιζε και ζητούσε απάντηση και συμπαράσταση.

Είμαι η Εσθήρ, είπε,

τα μάτια μου είναι γαλάζια σαν τα μικρά λουλούδια της άνοιξης στις βουνοπλαγιές της πατρίδας μου.

Το τραίνο τρέχει. Ο άξονας τρίζει. Οι αλυσίδες…

Οι ράγες μας οδηγούν χωρίς δισταγμούς, χωρίς τύψεις σε ποιο Άουσβιτς, σε ποιο Μπούχεμβαλτ, σε ποια Σκύλλα και Χάρυβδη.

Εσθήρ πώς μπορείς να ελπίζεις;

Εσθήρ έχεις μια μικρή ελιά στο λαιμό, μου καίει τα δάχτυλα.

Ναι, εσύ, μέσα στην άγνοιά σου ελπίζεις.

Όμως, αν ποτέ υπάρξει για μας δευτέρα παρουσία,

ω Εσθήρ, εγώ δεν ελπίζω πια,

μα, αν υπάρξει δευτέρα παρουσία, αν ανοίξουν αυτές οι πύλες και βγούμε στο φως,

τι θα ’χει μείνει για να γνωριστούμε;

Εγώ έχω αυτό το πικρό χαμόγελο, έχω αυτό το σπασμένο χέρι,

ποιος ξέρει, ποιος άνεμος, ποια μουσική σφυρίζει

στο φθαρμένο απ’ τη βροχή και το φως κόκαλο;

Θα μ’ αναγνωρίσεις από τη μουσική.

Θα σ’ αναγνωρίσω από το μικρό διακόπτη του φωτός που κουβαλάς στο λαιμό σου.

Εσθήρ. Ο άξονας. Εσθήρ. Το φως. Εσθήρ χανόμαστε.

Μην αφήνεις το χέρι μου.

Δέκα εκατομμύρια νεκροί κρύβουνε το πρόσωπό σου.

 

Ε, συ, Μπάρμαν. Δωσ’ μου ένα κονιάκ. Κέρνα και την γυναίκα.

Ναι αυτή εκεί στον μπάγκο. Με το σβησμένο πρόσωπο.

Όχι δεν μου κάνει. Ας είναι φτηνή.

Εξάλλου, σου είπα. Γυρεύω την Εσθήρ.

Άλλο ένα. Δώσε και της γυναίκας.

Μην κοιτάς το ρολόι για να μας πετάξεις στο δρόμο.

Δεν έχουμε πια που την κεφαλή κλίναι.

Οι δρόμοι γέμισαν από παράφρονες.

Τους έχουν κάνει τόσο μεγάλους και μακρείς

που δεν έχουμε πια κουράγιο να τους περπατήσουμε.

 

Τότε που η νύχτα μας περιέλουε με την παγερή νύχτα είχαμε ακόμη κάποια ελπίδα.

Σου είπα. Μα δε με προσέχεις;

Η Εσθήρ έλπιζε. Ελπίζαμε.

Τώρα που το φως δεν κουβαλάει παρά μια άλλη νύχτα σε τι ελπίζουμε;

Οι κατασκευαστές της νύχτας μένουν άγρυπνοι με το χέρι στο διακόπτη του φωτός.

Λοιπόν άλλο ένα. Κι ας πει αυτή η πόρνη μια κουβέντα.

Θέλω μια κουβέντα. Οποιαδήποτε.

Φτάνει πια. Χρόνια αυτές οι μηχανές μου φάγανε τ’ αυτιά.

Λοιπόν πες μου. Θα σε πνίξω λέγε.

Πες στις βουνοπλαγιές της πατρίδας σου είναι γαλάζια τα λουλούδια.

Μη χαμηλώνεις το φως σαν τ’ ανύπαρκτα μάτια σου.

Εμπρός λέγε. Πληρώνω.

Το φως μην το σβήνεις. Μπάρμαν εκμεταλλευτή.

Αφού όλα πουλιούνται κι αγοράζονται. Πληρώνω.

Το φως. Μη ρίχνεις αυτό το πρόσωπο στο χάος.

Είσαι η Εσθήρ.

Μην κουνηθείς. αυτή η ελιά στο λαιμό σου είναι διακόπτης;

Πες μου Ε3052, Για τα λουλούδια.

Τ’ όνομά σου Εσθήρ. Εσθήρ. Εσ-θήρ.

Περιμένω για να στρίψω το διακόπτη,

Γιατί δεν ρωτάς αν θα πεθάνεις; Γιατί δεν μου ζητάς νερό;

Τώρα έχω μια πηγή. Όχι πια δάκρυα και σάλιο.

Το στόμα μου τώρα μπορεί να γίνει κρήνη.

Εσθήρ πες μου μια κουβέντα.

Μην κοιτάς που έχω καταρρεύσει. Πες μου.

Να γυρίσω αυτόν τον διακόπτη να πέσει το φως στα πρόσωπά μας

Να γνωριστούμε.

Εσθήρ δε το πρόσωπό μου.

Εσθήρ σήκωσε το κεφάλι να δω τη θέα όλου του κόσμου.

Ναι δεν είμαστε από φως.

Μα το ξέρεις καλά. Πώς μπορεί να μην το ξέρεις!

Πόσο πολύ το ’χουμε ποθήσει αυτό το φως.

 

Η Εσθήρ μέσα στη νύχτα έλπιζε.

Η Εσθήρ με τα γαλάζια μάτια και την άγνοια έλπιζε.

 

Ναι. Εγώ η Εσθήρ. Το νούμερο Ε3052.

Από το Παρίσι μέχρι το Γκέτο της Βαρσοβίας έστρωσαν το σώμα μου δρόμο για τα κύματα της νύχτας.

Τώρα που δεν έχω πια πρόσωπο, ούτε μάτια,

τώρα που δεν έχω παρά ένα σώμα του σώματός μου

δεν έχω πια μια γωνιά της ψυχής μου αλεηλάτητη

τι ωφελεί ο διακόπτης αυτός στα χέρια σου;

Αφού και τώρα δεν μπορούμε να δούμε τα πρόσωπά μας έτσι που άνεμος τα έχει φθείρει

έτσι που η νύχτα δεν έχει αφήσει ούτε ένα όνειρο για το φως του φωτός.

Ναι, είμαι η Εσθήρ που ξεδίψασε με τα παγωμένα δάκρυά σου, την τελευταία σταγόνα του σάλιου σου.

Αυτή που επέζησε απ’ όλες τις νύχτες.

Αυτή που ξεκοίλιασαν τα μαχαίρια των νυχτερινών προβολέων.

Είμαι αυτή που ενώ βγήκα στο φως είδα μια άλλη νύχτα να με κατακλύζει.

 

Μπάρμαν το φως.

Μα πώς μου βρίσκεις πάντα τέτοιους πελάτες.

Το σώμα του σώματος μου γλείψτε το.

Πληρώνεις και σου δίνω.

Τι μου συζητάς λοιπόν για ψυχή. Για το φως του φωτός.

Για φανταστικούς διακόπτες.

Πάρε με. Το νούμερο Ε3052.

Τι ωφελεί αν επέζησα του κατακλυσμού.

Τη νύχτα τη συντηρούν με κάθε φροντίδα.

Εσθήρ κοίταξε με στα μάτια.

Μπορώ ν’ αναστείλω ακόμη την κατάρρευση.

Εσθήρ, κοίταξέ με.

Κι αν πέφτουμε απ’ τη μια νύχτα στην άλλη

Κι αν ταξιδεύουμε στοιβαγμένοι σε βαγόνια ανήλιαγα.

Πεινασμένοι. Διψασμένοι. Δολοφονημένοι.

Κι αν συντηρούμε με εκκρίματα την ύπαρξή μας

Περίμενε. Εσθήρ περίμενε.

Δωσ’ μου το χέρι σου. Φυσάει στο μοναδικό κι άδειο κόσμο.

Είναι νύχτα.

Μπορεί να σκοντάψεις μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο με τα άταχτα πεταμένα έπιπλα.

Οι ένοικοι έχουν φύγει ξαφνικά. Απρόβλεπτα.

Χάθηκαν οι άνθρωποι μέσα στους ανθρώπους.

 

Ε συ μπάρμαν μη σβήνεις το φως.

Πληρώνω όσα-όσα. Μην κοιτάς το ρολόι.

Σου λέω πως δεν μπορείς να μας πετάξεις στο δρόμο.

Άφησέ μας. Είναι νύχτα.

Κι ακόμα δεν υπάρχει ένδειξη πως ξημερώνει.

Άφησε μας. Τα πόδια μας δεν αντέχουν άλλο.

Οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά κι έχουμε χάσει κάθε προσανατολισμό.

Αιώνες τώρα η περιπλάνηση κρατάει μέσα στη νύχτα.

Άφησέ μας. Δε βλέπεις; Η Εσθήρ είναι σ’ ενδιαφέρουσα

Και δεν έχω ούτε έναν όνο να την μεταφέρω.

Δεν έχουμε άλλο κατάλυμα κι η Εσθήρ θα γεννήσει.

Άφησέ μας σ’ αυτόν τον τοκετό.

Φτάνει πια. Το παιδί πρέπει να γεννηθεί.

Είναι η τελευταία μας ελπίδα.

Ο μονογενής υιός της Εσθήρ.

Μέσα στη νύχτα, το τελευταίο φως του φωτός.

 [ΕΣΘΗΡ ή Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΤΟΚΕΤΟΣ από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω: ΕΣΟΠΤΡΟΝ, Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ

 

 


ΕΣΟΠΤΡΟΝ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Δεν ξέρω αν θα ’χουμε συνέχεια

πού να βρεις καινούριους δρόμους

δεν θα υπάρξουν καν εκπλήξεις

στα δόντια της μυλόπετρας

σιγά-σιγά κατεβαίνουμε

κι έχουμε χάσει τη φωνή μας

τι έχουμε να πούμε

μας άφησαν ένα κίβδηλο πρόσωπο

γιατί συνωθείται ο κόσμος

τρομάζει καθένας μόνος

επιστρέφει ο καθρέφτης γυμνό το είδωλο

συντηρούμε τις πληγές μας με ηδονή

αργότερα συζητάμε με πάθος γι’ άσημες υποθέσεις

ναι έχει πεθάνει ο Παύλος

κι ο Ν.Κ. προσεχώρησε στην ιθύνουσα τάξη

πλούσια υπήρξε η ανταμοιβή

γνωρίζουμε καλά την ιστορία, τα πρόσωπα

δεν έχουμε αυταπάτες

μόνο που αυτό είναι ένα πρόσθετο στοιχείο

το μαχαίρι σε υπόθεση φόνου

 

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Αν υπάρχεις είναι γιατί έχεις λησμονηθεί.

Κι ο ουρανός το καλοκαίρι κι η ξαφνική βροχή

η σχεδόν τυχαία επίπλωση στο δωμάτιο

συμμετέχουν στη μετάθεση του χρόνου μαζί με τη φωτογραφία της μορφής σου

και το χαμόγελό σου τώρα ένα αίνιγμα από το βυθό της παντοτινής θάλασσας.

 

Αν υπάρχεις είναι γιατί έχεις λησμονηθεί.

 

Με τη βροχή γίνομαι εσωστρεφής και μόλις προσέχω το σκουλήκι που ανεβαίνει

με μικρούς κυματισμούς στον τοίχο

και το χαμόγελό σου αίνιγμα φωτός

μόλις προσέχω κι υποπτεύομαι τις απώλειες

που ήδη σωρεύονται σε συμπαγή γρανίτη

ενώ το σκουλήκι τυφλά ευσυνείδητα αναζητά την είσοδο του επερχόμενου χρόνου

που κάπου υπάρχει να τελειώσει το έργο του

 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Τον πήρανε τα νερά

τον κουβαλάνε

οι σάρκες μουσκέψανε

έτοιμες να διαλύσουν

η φωνή τους μόλις σηκώνει μικρές δίνες.

 

Μόνος

κι ‘ένα πουλί λευκό

γαντζωμένο επίμονα στο στήθος

έξω από το νερό και την αίγλη του βυθού

περιμένει

στο χείλος του καταρράκτη

ψηλά να τον σηκώσει

απ’ τις μασχάλες

στον ουρανό

 [από τη συλλογή ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ 1962)

Στο σκοτεινό δωμάτιο

ζωγραφίζει παράθυρα

έρχονται βροχές τα σβήνουν.

 

Ζωγραφίζει πουλιά

φυσάει αγέρας σκοτεινός

αποδημούν τα πουλιά

στον άσπρο ουρανό.

 

Ζωγραφίζει

κι η καταστροφή συντελείται

κι από την αρχή πάλι αυτός

σχεδιάζει χρώματα

 

ΠΟΙΗΣΗ, χειραγωγώντας την εξέγερση ονείρων, ΔΙΝΕΙ ΜΙΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ:

«Θάλασσα νύχτα σιωπηλή, Σελήνη σχισμή απρόσιτη, Σάρκα του Έρωτα Βερενίκη: Ήλιος σκαρφάλωσε στα φωτερά σου τα μαλλιά, στην αγκαλιά σου ανθισμένοι κάκτοι, ενδοφλέβια έρρεες στη σκοτεινή μου την καρδιά. Έστω μια σπιθαμή από τα μάτια σου ας μένει… Επί Ονείρων τότε βαδίζω, επί κυμάτων σε σκοτεινή αμίλητη ακτή σκοτοδίνης».

Ο Πρόδρομος Μάρκογλου (Καβάλα, 1935) συγκέντρωσε σχεδόν το σύνολο του ποιητικού του έργου στον τόμο «ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ποιήματα 1958-2010», εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2016.  Ο Πέτρος Γκολίστης παρουσιάζοντας στην Εφημερίδα των Συνατκτών τον καλαίσθητο αυτόν τόμο ποιημάτων, ανάμεσα στα άλλα,  σημειώνει:  «Με λόγο περιεκτικό, πυκνό, που τείνει όχι να αφηγηθεί αλλά να σημάνει − με δομική μονάδα τον στίχο-εντύπωση − μας παραδίδει μια ποίηση που αναβλύζει από το κοινωνικό και φθαρτό μας σώμα, προσθέτοντας μια διακριτή ψηφίδα στη λογοτεχνία μας. Ο ποιητής, πιστεύοντας πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη εκτός από τη μέση οδό, πλέει ως άλλος πολύτροπος Οδυσσέας ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, «στο χάσμα της ιστορίας και της ουτοπίας», κάπου στο «μέσο» των Μανόλη Αναγνωστάκη και Μίλτου Σαχτούρη, των οποίων − πέρα από την τεχνοτροπική διακλάδωση και ώσμωση −παραθέτει ποιήματα σε μότο (προλογίζοντας ολόκληρες συλλογές). Κατορθώνοντας να επιστρέφει επαναληπτικά στη φανταστική του Ιθάκη, απορρίπτοντας την «παράπλοια» με την αναγνωρίσιμη ποιητική του εύπλοια, σε μια παράλληλη πλεύση με αυτή του Ανέστη Ευαγγέλου…» (Πέτρος Γκολίτσης, Σταθερά βουλιάζουμε στο Μέλλον). Η πρώτη ποιητική συλλογή, από την οποία ανθολογούνται ποιήματα είναι οι ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ (κυκλοφόρησε το 1962) και τελευταία η ανέκδοτη ακόμα ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ που περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 2005 έως το 2010. Η Περιπέτεια αρχίζει με το ομότιτλο ποίημα και τελειώνει με το ΘΕΡΟΣ, τελευταίο ποίημα της ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΥΛΗΣ: «Αεράκι έρχεται, νοτιάς της θάλασσας / Ασημένια γυρίζουν τα φύλλα της ελιάς / Θερίζουν μέλισσες χυμούς απ’ τις μολόχες / Σπουργίτια, σπίνοι ώριμα ραμφίζουν σύκα / Αργά η κληματαριά μαύρες μεστώνει ρόγες / Ροκανίζουν τζιτζίκια τον ήλιο ασταμάτητα. / Ο χρόνος ανάλαφρα γαλάζιος διαπλέει τον ορίζοντα / Αργά το σώμα σου χαμηλώνει / Φθίνει το εσώτερο φως, η ενεργή θέληση / Στη σιωπή γλιστράει, σε σκοτεινή εποχή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ